επιθάλπω

επιθάλπω
ἐπιθάλπω (AM)
θερμαίνω από πάνω (α. «ἥλιος ἐπιθάλπων γαῖαν» β. «ἐὰν μὴ ἡ τεκοῦσα ἐπιθάλψῃ αὐτά [τά ᾠά]»)
αρχ.
ενθαρύνω, παρηγορώ κατόπιν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θάλπω «ζεσταίνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θάλπω — (AM θάλπω) 1. θερμαίνω, ζεσταίνω («θερμὴ ἡμᾶς ἀκτὶς θάλπει», Αριστοφ.) 2. παρηγορώ, εμψυχώνω, εγκαρδιώνω 3. περιποιούμαι, φροντίζω («τὴν πόλιν θάλπω» περιβάλλω με αγάπη και στοργή την πόλη) μσν. αρχ. 1. εκκολάπτω 2. κάθομαι πάνω σε κάτι αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”